Εκεί που σταυρώνει ο χορός
Juliet du BoulayΚόσμος, ζωή και λειτουργία σε ένα ελληνορθόδοξο χωριό
Ήμουν η μόνη ξένη μέσα στην κοινότητα –ήμουν ανύπαντρη ακόμη τότε– και εξαρτιόμουν από τους ανθρώπους για τα πάντα, όχι μόνο για τις πληροφορίες του τρόπου ζωής τους, της πίστης και των αξιών τους, αλλά και για κείνα τα πράγματα χωρίς τα οποία καμία ζωή δεν θα μπορούσε να είναι εφικτή εκεί –φιλοξενία, αγάπη, γέλιο, παρηγοριά και συντροφιά. Και τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει για μένα τη ζωντανή εμπειρία αυτού του τρόπου ζωής –τη σβελτάδα της φωνής των ανθρώπων με την απαλή ευβοιώτικη προφορά, τον απότομο χείμαρρο του υβρεολόγιου πάνω σ’ ένα παραβατικό παιδί ή σε μια παραστρατημένη κατσίκα, το άρωμα του πεύκου απ’ τα τζάκια τον χειμώνα και τη δροσιά του νερού κάτω από τον πλάτανο το καλοκαίρι...
Η αντικαταβολή είναι διαθέσιμη με την εταιρεία μεταφορών:
IDS Courier
...τις ανοιξιάτικες βραδιές, γεμάτες με αηδονίσματα και με τα λαλήματα των πετεινών και τα ξεσπάσματα των γαβγισμάτων· τον σεπτεμβριάτικο αέρα με τις αψιές μυρωδιές από τα αποξηραμένα βότανα και τα σάπια σύκα· τις μακρές πεζοπορίες στα βουνίσια μονοπάτια, συντροφιά με τους ανθρώπους του χωριού και την πανδαισία των συζητήσεών τους· την εκπληκτική αγάπη τους να με δέχονται ως ξένη ανάμεσά τους τα χειμωνιάτικα δειλινά που καθόμουν μαζί τους μπροστά στο τζάκι, με τους ήχους της φλόγας να τριζοβολά πάνω στο ξύλο, κι εκεί τους χωρικούς να διηγούνται παλιές αναμνήσεις, γεμάτες βαθιά δραματικά απηχήματα, να συζητούν και να αναπολούν, να μοιράζονται ενοράσεις, ιστορίες και σιωπές. Σε κάτι τέτοιες στιγμές ένιωθα όπως νιώθουν πράγματι οι άνθρωποι σε τέτοιες κοινότητες, όταν η σιγουριά τους είναι αλώβητη· ένιωθα κι εγώ μαζί τους πως ήμουν στο κέντρο του κόσμου.
AΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Το χωριό στο οποίο πήγα τελικά, το 1966, ήταν στη βόρεια Εύβοια. Ήταν ένα ορεινό χωριό με 33 κατοικημένα σπίτια και πληθυσμό 130 ανθρώπων, που καλλιεργούσαν τα χωράφια τους, εξήγαν ρετσίνι από τα δάση και διατηρούσαν πρόβατα και κατσίκες ως οικόσιτα ζώα, ή (σε δύο περιπτώσεις) σε κοπάδια. Οι περισσότεροι από τους νέους άνδρες είχαν μεταναστεύσει προσωρινά ή μόνιμα στην Αυστραλία, τη Γερμανία, τον Καναδά, ή εργάζονταν στο εμπορικό Ναυτικό, και όλα τα νεαρά κορίτσια ήταν δοσμένα στην ακλόνητη απόφασή τους να καλοπαντρευτούν, δηλαδή να μην έχουν να δουλεύουν στα χωράφια, αλλά να μπορούν να «κάθονται» (καταπώς το έθεταν). Παρά τον περιορισμένο πληθυσμό του χωριού, ο τρόπος της ζωής, παρότι είχε ήδη αρχίσει να διαβρώνεται σταθερά, περιελάμβανε έναν ολόκληρο κόσμο γνώσης, εμπειρίας, σοφίας και δεξιοτήτων, που ήταν χαρακτηριστικός των ελληνικών χωριών για αναρίθμητες γενιές ανθρώπων. Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, οι άνθρωποι μαζί με τον τρόπο ζωής που ενσάρκωναν, έχουν φύγει κι έχουν αποβιώσει. Ωστόσο, παρότι κάποια σπίτια έχουν πέσει, υπάρχουν και άλλα που έχουν ανακαινιστεί από τα παιδιά και τα εγγόνια των ανθρώπων που ήξερα, και χρησιμεύουν σαν δεύτερα σπιτικά, για να καλλιεργούνται φρούτα και λαχανικά, για παραθερισμό και ως τόποι καταφυγής τον καιρό της συνταξιοδότησης. Αρχικά έδωσα σ’ αυτό το χωριό το ψευδώνυμο «Αμπέλι», αλλά το πραγματικό του όνομα, που θέλουν σήμερα οι άνθρωποι να χρησιμοποιώ, είναι Αμέλαντες.
Όσα έγραψα ήταν όσο πιο ειλικρινή μπορούσα, δεν καμώνονται πως μονοπωλούν την αλήθεια ολόκληρη. Αν όμως αποκαλύπτουν στο ελληνικό κοινό (και ειδικά στους Έλληνες που έχουν απομακρυνθεί κατά μία ή και περισσότερες γενιές από τα πατρογονικά τους χωριά) την ορεινή αγροτική ζωή όπως την έζησα τη δεκαετία του ’60 και του ’70, τότε ίσως η συνάντησή μου με τα χωριά και την κουλτούρα τους να μην είναι απλώς προσωπική, αλλά τμήμα μάλλον μιας οικουμενικής εμπειρίας που μπορούν να συμμεριστούν και άλλοι.
Η ζωτικότητα και η συνθετότητα της παράδοσης με οδήγησε να παρουσιάσω την κουλτούρα αυτού του ελληνικού χωριού όχι ως έναν τρόπο σκέψης που ο χρόνος έχει καταστήσει ντεμοντέ, αλλά ως έναν τρόπο θέασης του κόσμου που τίμησε ο χρόνος, κάνοντάς τον να διαθέτει αδιάκοπο κύρος. Αυτός είναι ο λόγος που σε όλο το βιβλίο, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, χρησιμοποιώ χρόνο ενεστώτα. Αυτός ο τρόπος σκέψης έγινε το στήριγμα του ελληνικού λαού για πάνω από δύο χιλιετίες. Προσαρμοζόταν στα νέα φιλοσοφικά κινήματα και στα διαρκή σκαμπανεβάσματα της ιστορίας με λεπταίσθητες αλλαγές στους τρόπους που εκφράζονταν τα εγγενή θέματα της κουλτούρας. Πάντοτε όμως διατηρούσε την ακεραιότητα και το νόημα των ίδιων των θεμάτων. Στην ανθρωπολογία, ο Charles Stewart έχει επισημάνει ορθόδοξες εικόνες του επουράνιου και του δαιμονικού κόσμου που έχουν παραμείνει αναλλοίωτες από τον 4ο αιώνα μ.Χ. μέχρι σήμερα (Stewart, Demons and the Devil). Παρομοίως, κάποιος ιστορικός της ύστερης αρχαιότητας έκανε το εξής σχόλιο για το ανά χείρας βιβλίο: στους πρώιμους χριστιανικούς αιώνες, όλα αυτά τα θέματα είναι παρόντα, αλλά πολύ πιο ακατέργαστα και αλληλοσυγκρουόμενα, ενώ όπως περιγράφονται εδώ μοιάζουν να έχουν στρογγυλέψει, όπως τα βότσαλα σε μια ρεματιά· κι αυτό έχει συμβεί μέσα από την πρακτική ενός καθιερωμένου χριστιανισμού, ο οποίος τόσο συχνά έδειξε πως μπορεί να εξισορροπεί και να εναρμονίζει αιχμηρές αντιθέσεις. Ακόμα και σήμερα, μολονότι αυτή η αιώνια κατανόηση του κόσμου αντιμετωπίζει ριζικές προκλήσεις εκ μέρους της παγκοσμιοποίησης, του τεχνικού πνεύματος και των κοσμικών (secular) προϋποθέσεων, υπάρχουν στοιχεία αυτών των αρχαίων κατανοήσεων που συνεχίζουν και θα συνεχίσουν να παραμένουν. Ο Αδάμ και η Εύα, ως αρχέτυπα του άνδρα και της γυναίκας, η φιγούρα της Παναγίας ως Μητέρας όλων, παραμένουν ακόμα στοιχεία ζωντανά στο ελληνικό φαντασιακό, και πέρα από τη διαχρονική συσχέτιση κάποιων συγκεκριμένων τρόπων σκέψης που έχουν πλέον «στρογγυλέψει σαν βότσαλα» στον ελληνικό πολιτισμό, η ίδια η Εκκλησία συνεχίζει να παρέχει ανθεκτικές ερμηνείες του κόσμου, εξίσου επιδραστικές με κάθε άλλη εποχή.
Η Juliet du Boulay έχει μεταπτυχιακό στην αγγλική λογοτεχνία και γλώσσα και πτυχίο D. Phil. στην Κοινωνική Ανθρωπολογία. Μετά το πρώτο της πτυχίο εργάστηκε σε εφημερίδα στο Λονδίνο για δύο χρόνια, και στη συνέχεια το 1961 ήρθε στην Ελλάδα και παρέμεινε εδώ, με κάποιες διακοπές, μέχρι το 1973. Κατά την περίοδο 1961–64 ταξίδεψε πολύ στα χωριά της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Εύβοιας, και πέρασε μερικούς μήνες τριγυρνώντας με ένα γαϊδουράκι στις ορεινές περιοχές της Δυτικής Κρήτης. Επέστρεψε στην Αγγλία για να σπουδάσει κοινωνική ανθρωπολογία στην Οξφόρδη. Την περίοδο 1966–73 έζησε κυρίως σε ένα ορεινό χωριό της βόρειας Εύβοιας, αρχικά συλλέγοντας υλικό για τα έθιμα και τους θεσμούς του χωριού και στη συνέχεια έδινε ιδιαίτερη προσοχή σε τις κοσμολογικές και θρησκευτικές ιδέες του λαού. Αυτές οι μελέτες εκδόθηκαν σε δύο βιβλία: α) Portrait of a Greek Mountain Village (1974) και β) Cosmos, Life, and Liturgy in a Greek Orthodox Village (2009). Έχει επίσης δημοσιεύσει διάφορα άρθρα σε ανθρωπολογικά περιοδικά. Το 1968 έγινε δεκτή στην Ορθόδοξη Εκκλησία και το 1976 παντρεύτηκε και πήγε με τον σύζυγό της να ζήσει στη Σκωτία. Εκεί σχημάτισαν το κέντρο μιας μικρής Ορθόδοξης Κοινότητας. Το 1992 ο σύζυγός της χειροτονήθηκε πρώτα διάκονος και μετά ιερέας.
- Διαστάσεις
- 22 x 15
- Συγγραφέας/εις
- du Boulay, Juliet
- Εκδότης
- Εν πλω
- ISBN
- 9789606191541
- Σελίδες
- 472
- Εξώφυλλο
- Μαλακό
- Γλώσσα
- Ελληνικά